ραβδοσκοπία

ραβδοσκοπία
η
η μαντεία με τη βοήθεια ραβδιού, η επισήμανση αντικειμένων που βρίσκονται βαθιά στη γη και κυρίως νερού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ραβδοσκοπία — Μέσο για την ανακάλυψη υπογείων στρωμάτων νερού ή και κοιτασμάτων μεταλλεύματος, με χρησιμοποίηση μικρού διχαλωτού ραβδιού, που κρατιέται ελαφρά και κάνει παλμικές κινήσεις. Τις κίνησεις αυτές τις νιώθει εκείνος που κρατάει το ραβδί, τη στιγμή… …   Dictionary of Greek

  • ραβδοσκοπικός — ή, ό, Ν [ραβδοσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραβδοσκοπία ή στον ραβδοσκόπο ή αυτός που γίνεται με ραβδοσκοπία («ραβδοσκοπική έρευνα») …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • ραβδομαντεία — η / ῥαβδομαντεία, ΝΜΑ, και ραβδομαντία Ν μαντεία που γίνεται με τη χρήση ράβδου αλλ. ραβδοσκοπία αρχ. μορφή κληρομαντείας στην οποία ως κλήρους χρησιμοποιούσαν μικρά ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαντεία] …   Dictionary of Greek

  • ραβδοσκοπώ — έω, Ν [ραβδοσκόπος] ενεργώ ραβδοσκοπία, είμαι ραβδοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • ραβδοσκόπος — ο, η, Ν αυτός που με τη βοήθεια μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει νερό ή μετάλλευμα μέσα στη γη, πρόσωπο που ασκεί ραβδοσκοπία, ραβδομάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ωρο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • ραβδομαντεία — η ραβδοσκοπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”